πλινθίνων

πλινθίνων
πλίνθινος
made
fem gen pl
πλίνθινος
made
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρύπανο — το / τρύπανον, ΝΜΑ 1. το τρυπάνι 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον τρυπανισμό οστών και κυρίως για διάτρηση τού κρανίου νεοελλ. τεχνολ. α) δράπανο β) το γεωτρύπανο μσν. αρχ. πολιορκητική μηχανή που, στο Βυζάντιο, χρησίμευε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”